-
1 στασή
στᾱσῇ, ἵστημιmake to stand: fut ind mid 2nd sg (doric)στάζωdrop: fut ind mid 2nd sg (doric) -
2 στασῇ
στᾱσῇ, ἵστημιmake to stand: fut ind mid 2nd sg (doric)στάζωdrop: fut ind mid 2nd sg (doric) -
3 στάση
στά̱σῃ, ἵστημιmake to stand: aor part act fem dat sg (attic epic ionic)στά̱σῃ, ἵστημιmake to stand: aor subj mid 2nd sg (doric)στά̱σῃ, ἵστημιmake to stand: aor subj act 3rd sg (doric)στά̱σῃ, ἵστημιmake to stand: fut ind mid 2nd sg (doric)στάσηι, στάσιςplacing: fem dat sg (epic)στάζωdrop: aor subj mid 2nd sgστάζωdrop: aor subj act 3rd sgστάζωdrop: fut ind mid 2nd sg -
4 στάσῃ
στά̱σῃ, ἵστημιmake to stand: aor part act fem dat sg (attic epic ionic)στά̱σῃ, ἵστημιmake to stand: aor subj mid 2nd sg (doric)στά̱σῃ, ἵστημιmake to stand: aor subj act 3rd sg (doric)στά̱σῃ, ἵστημιmake to stand: fut ind mid 2nd sg (doric)στάσηι, στάσιςplacing: fem dat sg (epic)στάζωdrop: aor subj mid 2nd sgστάζωdrop: aor subj act 3rd sgστάζωdrop: fut ind mid 2nd sg -
5 στάση
[-νς (-εως)] η1) забастовка, стачка;στάση εργασίας — кратковременное прекращение работы, кратковременная забастовка;
κατεβαίνω σε στάση εργασίας — устраивать кратковременную забастовку;
κηρύττω στάση εργασίας — объявлять кратковременную забастовку;
2) восстание; мятеж; бунт;3) положение тела, поза;παίρνω στάση — принимать позу;
στάση προσοχής — спорт., воен, стойка; — стойка смирно;
4) позиция, поведение, отношение;κρατώ καλή στάση. — занимать правильную позицию; — поступать правильно;
5) остановка (в разя, знач); стоянка (транспорта); привал (воен. спорт.);κάνω στάση — де- лать остановку;
στάση ολίγων λεπτών — остановка на несколько минут;
τό στράτευμα ευρίσκεται εν στάσει — войско находится на привале;
ωρία ( — или ωριαία) στάσις — привал через каждые пятьдесят минут пути;
6) перен. приостановка, прекращение; неподвижность, застой;στάση πληρωμών — прекращение платежей;
στάση του αίματος — застой крови;
στάση των ουρών — задержка мочи;
7) постоянство, твёрдость;δεν έχει στάση στίς γνώμες του — у него нет постоянства во взглядах
-
6 στάση
[стаей]end ουσ. Θ. положение, поза, остановка, приостановка.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στάση
-
7 στάση
[стаей] ουσ θ положение, поза, остановка, приостановка. -
8 στάση
cтавГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > στάση
-
9 στάση
1) arrêt2) attitude3) posture -
10 στάση
1) położenie (n) rzecz.2) postawa (f) rzecz.3) postój (m) rzecz.4) poza (f) rzecz.5) pozycja (f) rzecz.6) przerwa (f) rzecz.7) przystanek (m) rzecz.8) stan (m) rzecz.9) stanowisko (n) rzecz. -
11 στάση
1) atituda2) chování3) postoj4) stanovisko5) zastávka -
12 στάση
1) attitude2) bearing3) stopoverΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > στάση
-
13 durak
στάση, τομή -
14 uğrama
στάση, επίσκεψη, πέρασμα -
15 posture
στάση -
16 stopover
στάση -
17 postój
στάση -
18 przystanek
στάση -
19 стоянка
стоянка ж 1) η στάση, ο σταθμός· το τέρμα (конечная) \стоянка такси η στάση του ταξί; -запрещена απαγορεύεται η στάση 2): якорная \стоянка το αγκυροβόλιο, η σκάλα* * *ж1) η στάση, ο σταθμός; το τέρμα ( конечная)стоя́нка такси́ — η στάση του ταξί
стоя́нка запрещена́ — απαγορεύεται η στάση
2)я́корная стоя́нка — το αγκυροβόλιο, η σκάλα
-
20 остановка
остановка ж (стоянка) η στάση· το τέρμα (конечная)' \остановка автобуса η στάση λεωφορείου* со всеми \остановкаками με όλες τις στάσεις* * *жостано́вка авто́буса — η στάση λεωφορείου
со все́ми остано́вками — με όλες τις στάσεις
См. также в других словарях:
στάση — η / στάσις, εως, ΝΜΑ 1. το να σταματά κάποιος ή κάτι, το να στέκεται ακίνητος, το σταμάτημα, η ακινησία (α. «στάση δέκα λεπτών» β. «οὐχ εὑρίσκει... στάσιν τῆς ἀναβάσεως», Γρηγ. Ναζ.) 2. άρνηση υπακοής στους νόμους ή στις αρχές, εξέγερση, ανταρσία … Dictionary of Greek
στάση — η 1. θέση του σώματος: Δεν πήρες καλή στάση. 2. σταμάτημα και ο τόπος όπου γίνεται αυτό: Δεν κάνει πολλές στάσεις το λεωφορείο. – Θα κατέβω στην επόμενη στάση. 3. εξέγερση εναντίον μιας έννομης τάξης, ανταρσία: Κατέπνιξαν τη στάση στο αίμα. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νίκα, στάση του- — Στάση που έγινε στην Κωνσταντινούπολη επί Ιουστινιανού (532), με βασική αιτία τη δυσφορία του πληθυσμού εναντίον της διοίκησης και ιδιαίτερα εναντίον της οικονομικής πολιτικής του μισητού υπουργού Ιωάννη Καππαδόκη. Η στάση, που ονομάστηκε έτσι… … Dictionary of Greek
στασῇ — στᾱσῇ , ἵστημι make to stand fut ind mid 2nd sg (doric) στάζω drop fut ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάσῃ — στά̱σῃ , ἵστημι make to stand aor part act fem dat sg (attic epic ionic) στά̱σῃ , ἵστημι make to stand aor subj mid 2nd sg (doric) στά̱σῃ , ἵστημι make to stand aor subj act 3rd sg (doric) στά̱σῃ , ἵστημι make to stand fut ind mid 2nd sg (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαισιοδοξία — Στάση απέναντι στη ζωήπου εκφράζεται με το να αντιμετωπίζει κανείς τα πάντα από την κακή τους όψη.Λέγεται και πεσιμισμός, από τη λατινική λέξη pessimus που σημαίνει χείριστος, κάκιστος. Ως φιλοσοφική θεωρία, αντίθετα μετην αισιοδοξία (οπτιμισμός) … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek